υπόγυνος

υπόγυνος
-η, -ο, Ν
1. το ουδ. ως ουσ. το υπόγυνο
το μέρος τού άνθους κάτω από την ωοθήκη
2. φρ. «υπόγυνο άνθος»
βοτ. η αντιπροσωπευτικότερη μορφή διάταξης τών μερών τού άνθους, κατά την οποία οι σπόνδυλοι τών ανθικών τμημάτων, δηλαδή τα σέπαλα, τα πέταλα, οι στήμονες και η ωοθήκη, διατάσσονται προοδευτικά από την περιφέρεια προς το κέντρο και από τη βάση προς την κορυφή πάνω σε μία διογκωμένη ανθοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + -γυνος (< γυνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/ πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπογύνιο — το, Ν [υπόγυνος] βοτ. το υπόγυνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”